Ρειτοί

Ρειτοί
Η σημερινή λίμνη του Κουμουνδούρου, μετά το Δαφνί, προς την Ελευσίνα. Από τη λιμνοθάλασσα αυτή άρχιζε το Ράριον πεδίον. Διακρίνονταν δύο λίμνες με το ίδιο όνομα: εκείνη που βρισκόταν προς την Ελευσίνα ήταν αφιερωμένη στη Δήμητρα, και εκείνη που ήταν προς την Αθήνα, στην Κόρη. Στις λίμνες επιτρεπόταν το ψάρεμα μόνο στους ιερείς της Δήμητρας και της Κόρης.
* * *
και Ῥεῑτοι και Ῥῑτοι, οἱ, Ῥεῑτα, τὰ, Α
δύο μικρές αλμυρές λίμνες στην οδό από την Αθήνα προς την Ελευσίνα («οἱ δὲ Ῥειτοὶ καλούμενοι ῥεῡμα μόνον παρέχονται ποταμῶν, ἐπεὶ τό γε ὕδωρ θάλασσα ἐστι σφίσιν», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το τοπωνύμιο παράγεται από το θ. τού ῥέω μέσω ενός τ. *ῥεFετος. Ο τ. Ῥῖτοι πρέπει να θεωρηθεί μάλλον εσφ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ῥειτοί — ῥειτός masc nom/voc pl ῥειτοί streams masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Koumoundourou-See — Bild gesucht  BW Abfluss Bucht von Eleusis Daten …   Deutsch Wikipedia

  • РЕТЫ —    • ΄Ρει̃τοι,          ΄Ρειτοί, см. Attica, Аттика, 4 …   Реальный словарь классических древностей

  • АТТИКА —    • Attĭca,          ή Άττική (от ακτή, вместо ακτική), называлась раньше также Άκτή, «прибрежная страна», а у поэтов Μοψοπία, или Ίωνία, или Ποσειδωνια и была важнейшей из 8 областей, составлявших собственную (среднюю) Элладу. Она имела форму …   Реальный словарь классических древностей

  • КОРИНФИЯ —    • Corinthia,          Κορινθία, страна в Пелопоннесе, занимавшая отчасти перешеек (Истм) и составлявшая как бы преддверие ко всему полуострову. Граничила на западе с Сикионией, на юге с Арголидой, на востоке с Саронийским заливом, на северо… …   Реальный словарь классических древностей

  • ρειτά — τὰ, Α οι Ῥειτοί* …   Dictionary of Greek

  • Κουμουνδούρου, λίμνη — Μικρή λίμνη (0,6 τ. χλμ.) της Αττικής, μετά το Δαφνί, στον δρόμο προς την Ελευσίνα. Τη σημερινή ονομασία της οφείλει στο γειτονικό με αυτήν κτήμα, που παλαιότερα ανήκε στον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο. Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Ρειτοί, από την… …   Dictionary of Greek

  • ῥειτοῖς — ῥειτός masc dat pl ῥειτοί streams masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥειτούς — ῥειτός masc acc pl ῥειτοί streams masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥειτῶν — ῥείτης masc gen pl ῥειτός masc gen pl ῥειτοί streams masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”